- γεώρυχος
- γεώρῠχ-ος, ον, ([etym.] γῆ, ὀρύσσω)A burrowing,
λαγιδεῖς Str.3.2.6
, cf. Hsch. s.v. σκάλοψ:—fem. [full] γεωρῠχίς, ἡ, mole, prob. cj. in Gloss. (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαγιδεῖς Str.3.2.6
, cf. Hsch. s.v. σκάλοψ:—fem. [full] γεωρῠχίς, ἡ, mole, prob. cj. in Gloss. (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γεωρύχος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωρύχος — ο (Α γεωρύχος, ον) (κυρίως για τρωκτικά ζώα) αυτός που ανασκάπτει τη γη, αυτός που διανοίγει υπονόμους μέσα σ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + ορύσσω] … Dictionary of Greek
γεωρύχον — γεωρύχος masc/fem acc sg γεωρύχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωρύχους — γεώρυχος burrowing masc/fem acc pl γεωρύχος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωρύχων — γεώρυχος burrowing masc/fem/neut gen pl γεωρύχος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωρύχοι — γεωρύχος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γεωρυχία — η (Α γεωρυχία) [γεωρύχος] ανασκαφή, εκσκαφή τής γης … Dictionary of Greek